φακλάνα

φακλάνα
η
ασχημογυναίκα, στρίγκλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φακλάνα — η, Ν·1. σωματώδης και φιλήδονη γυναίκα 2. ασχημογυναίκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”